κρατήσιππος

κρατήσιππος
κρατήσιππος, -ον (Α)
αυτός που νικά σε ιπποδρομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < κράτησι- (< κρατῶ) + -ίππος (< ἵππος), πρβλ. δαμάσ-ιππος, ζεύξ-ιππος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κρατήσιππον — κρατήσιππος victorious in the race masc/fem acc sg κρατήσιππος victorious in the race neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”